- παραμβλυνω
- παραμβλύνωπαρ-αμβλύνωнесколько или постепенно притуплять (sc. ἐπιθυμίαν Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παραμβλύνω — Α αμβλύνω, στομώνω σιγά σιγά … Dictionary of Greek
παραμβλύνει — παραμβλύ̱νει , παραμβλύνω blunt aor subj act 3rd sg (epic) παραμβλύ̱νει , παραμβλύνω blunt pres ind mp 2nd sg παραμβλύ̱νει , παραμβλύνω blunt pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)